Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φράγκο τα φράγκα
      γενική του φράγκου των φράγκων
    αιτιατική το φράγκο τα φράγκα
     κλητική φράγκο φράγκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φράγκο < (άμεσο δάνειο) ιταλική franco < γαλλική franc μέση γαλλική franc < παλαιά γαλλική franc < μεσαιωνική λατινική Francus < φραγκική *Frank < πρωτογερμανική *frankô (δόρυ, ακόντιο) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *prAng- / *prAgn- ‎(στύλος, κοτσάνι)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfɾaŋ.ɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φρά‐γκο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Κέρματα των 5 ελβετικών φράγκων

φράγκο ουδέτερο

  1. (οικονομία) το νόμισμα της Ελβετίας
  2. (οικονομία, παρωχημένο) το νόμισμα του Βελγίου, της Γαλλίας πριν να περάσουν στο ευρώ, καθώς και άλλων κρατών ή αποικιών
  3. (οικονομία, γενικότερα) τα λεφτά
  4. (οικονομία, παρωχημένο, προφορικό) η δραχμή

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία