Δείτε επίσης: Φοῖβος, Φοίβος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φοῖβος φοίβη τὸ φοῖβον
      γενική τοῦ φοίβου τῆς φοίβης τοῦ φοίβου
      δοτική τῷ φοίβ τῇ φοίβ τῷ φοίβ
    αιτιατική τὸν φοῖβον τὴν φοίβην τὸ φοῖβον
     κλητική ! φοῖβε φοίβη φοῖβον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φοῖβοι αἱ φοῖβαι τὰ φοῖβ
      γενική τῶν φοίβων τῶν φοίβων τῶν φοίβων
      δοτική τοῖς φοίβοις ταῖς φοίβαις τοῖς φοίβοις
    αιτιατική τοὺς φοίβους τὰς φοίβᾱς τὰ φοῖβ
     κλητική ! φοῖβοι φοῖβαι φοῖβ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φοίβω τὼ φοίβ τὼ φοίβω
      γεν-δοτ τοῖν φοίβοιν τοῖν φοίβαιν τοῖν φοίβοιν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'μέγιστος' όπως «πρῶτος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοῖβος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

φοῖβος, -η, -ον

Παράγωγα επεξεργασία

  • (Χρειάζεται ετυμολογικό πεδίο φοιβο-)

  Πηγές επεξεργασία