Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φούστα οι φούστες
      γενική της φούστας
    αιτιατική τη φούστα τις φούστες
     κλητική φούστα φούστες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τζιν φούστα
 
φούστα παραδοσιακής σκοτσέζικης ανδρικής φορεσιάς

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfu.sta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φού‐στα

  Ετυμολογία 1 επεξεργασία

φούστα < φουστάνι ή πιθανόν (άμεσο δάνειο) βενετική fusta

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούστα θηλυκό

  1. (ενδυμασία) ένδυμα, κυρίως γυναικείο, που καλύπτει το μέρος του σώματος κάτω από τη μέση και δεν έχει μπατζάκια
    Η μίνι φούστα κάποτε θεωρήθηκε επανάσταση στη μόδα.
    Το σκοτσέζικο κιλτ είναι μια ανδρική φούστα που περιτυλίγει το σώμα.
  2. το τμήμα μιας ενδυμασίας που καλύπτει το μέρος του σώματος κάτω από τη μέση
    Φόρεμα με κλος φούστα.. (το κάτω μέρος του φορέματος είναι κλος)

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Ετυμολογία 2 επεξεργασία

φούστα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοῦστα < ιταλική fusta < λατινική fustis (ραβδί, στειλιάρι, μπαστούνι,[1] ξύλο[1]) < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰewd-

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φούστα θηλυκό

  1. (παρωχημένο, ναυτικός όρος) στενό και μακρύ πλοιάριο που χρησιμοποιούσαν κυρίως οι πειρατές της Μεσογείου
  2. (παρωχημένο, ναυτικός όρος, κατ’ επέκταση) η πειρατική επιδρομή κατά το μεσαίωνα και την τουρκοκρατία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία