Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φουσκάλα οι φουσκάλες
      γενική της φουσκάλας των φουσκαλών
    αιτιατική τη φουσκάλα τις φουσκάλες
     κλητική φουσκάλα φουσκάλες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Φουσκάλα γεμάτη υγρό.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φουσκάλα < φούσκα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φουσκάλα θηλυκό

  • κύστη στο δέρμα, γεμάτη πυώδες υγρό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία