Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοράδα οι φοράδες
      γενική της φοράδας των φοράδων
    αιτιατική τη φοράδα τις φοράδες
     κλητική φοράδα φοράδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
φοράδα με το πουλάρι της

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοράδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φοράδα, από την αιτιατική πτώση: (ελληνιστική κοινήφοράδα [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /foˈɾa.ða/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φο‐ρά‐δα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φοράδα θηλυκό

  1. (θηλαστικό ζώο) θηλυκό άλογο
     συνώνυμα: αλόγα, αλογίνα, αφουράδα (ιδιωματικό)
    ※  Είχαν ένα βαρβάτο άλογο, έναν επιβήτορα, που τον ζευγάρωναν με φοράδες ή γαϊδούρες. (Θανάσης Βαλτινός, Ανάπλους, 2012 [μυθιστόρημα])
  2. (μεταφορικά) μεγαλόσωμη και άγαρμπη γυναίκα

Εκφράσεις επεξεργασία

  • χέστηκε η φοράδα στο αλώνι : για κάτι ασήμαντο, που δεν είναι άξιο λόγου

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φοράδα θηλυκό