Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φονεύς οἱ φονεῖς - φονῆς*
      γενική τοῦ φονέως
φεονῆος  (επικός
τῶν φονέων
      δοτική τῷ φονεῖ τοῖς φονεῦσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν φονέ τοὺς φονέᾱς
     κλητική ! φονεῦ φονεῖς - φονῆς*
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φον1 ή φονεῖ2
γεν-δοτ τοῖν  φονέοιν
* αττικός τύπος
1 όπως στη Γραμματική του Smyth
2 όπως στη Γραμματική Γυμνασίου-Λυκείου Οικονόμου.
3η κλίση, ομάδα 'βασιλεύς', Κατηγορία 'βασιλεύς' όπως «βασιλεύς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φονεύς < φονεύω

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φονεύς αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία