Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φοβερός η φοβερή το φοβερό
      γενική του φοβερού της φοβερής του φοβερού
    αιτιατική τον φοβερό τη φοβερή το φοβερό
     κλητική φοβερέ φοβερή φοβερό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φοβεροί οι φοβερές τα φοβερά
      γενική των φοβερών των φοβερών των φοβερών
    αιτιατική τους φοβερούς τις φοβερές τα φοβερά
     κλητική φοβεροί φοβερές φοβερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοβερός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φοβερός < φόβος + -ερός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fo.veˈɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φο‐βε‐ρός

  Επίθετο επεξεργασία

φοβερός, -ή, -ό

  1. που προκαλεί τρόμο ή φόβο, ο τρομακτικός
    φοβερό έγκλημα (αυτό που έχει ανατριχιαστικές ή άλλες παραμέτρους που το καθιστούν πιο φρικιαστικό από άλλα εγκλήματα)
  2. πολυ έντονος, που ενοχλεί, ενοχλητικός, απαράδεκτος
    έκαναν φοβερή φασαρία
    Κόψ' την επιτέλους αυτή τη φοβερή συνήθεια! (π.χ. όταν κάποιος σκαλίζει δημοσίως τη μύτη του)
    Αμάν πια! Είσαι φοβερός!!!
  3. γενικά το υπερβολικό, υπεράνθρωπα κοπιαστικό
    κατέβαλαν φοβερές προσπάθειες
  4. εξαιρετικά καλός, καταπληκτικός
    μου έκανε φοβερή εντύπωση
    Είναι φοβερό άτομο, τέλειο

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη φόβος

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική φοβερός φοβερᾱ́ τὸ φοβερόν
      γενική τοῦ φοβεροῦ τῆς φοβερᾶς τοῦ φοβεροῦ
      δοτική τῷ φοβερ τῇ φοβερ τῷ φοβερ
    αιτιατική τὸν φοβερόν τὴν φοβερᾱ́ν τὸ φοβερόν
     κλητική ! φοβερέ φοβερᾱ́ φοβερόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ φοβεροί αἱ φοβεραί τὰ φοβερᾰ́
      γενική τῶν φοβερῶν τῶν φοβερῶν τῶν φοβερῶν
      δοτική τοῖς φοβεροῖς ταῖς φοβεραῖς τοῖς φοβεροῖς
    αιτιατική τοὺς φοβερούς τὰς φοβερᾱ́ς τὰ φοβερᾰ́
     κλητική ! φοβεροί φοβεραί φοβερᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ φοβερώ τὼ φοβερᾱ́ τὼ φοβερώ
      γεν-δοτ τοῖν φοβεροῖν τοῖν φοβεραῖν τοῖν φοβεροῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'ξηρός' όπως «ξηρός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φοβερός < φόβ(ος) + -ερός

  Επίθετο επεξεργασία

φοβερός, -ά, -όν

  1. τρομακτικός, που φοβίζει,
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἱέρων, 1.12
    φοβερὸν γὰρ μὴ ἅμα τε στερηθῶσι τῆς ἀρχῆς καὶ ἀδύνατοι γένωνται...
    εκείνο που τους φόβιζε ήταν πως αν στερούνταν την εξουσία και γίνονταν αδύναμοι...
    ※  4ος πκε αιώνας Ισοκράτης, Πρὸς Δημόνικον 17
    τὰ δὲ τῷ πλήθει φοβερὰ θαρσαλέως ὑπομένουσα
    υπομένει με θάρρος αυτά που για τον πολύ τον κόσμο είναι φοβερά
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 3, 83
    οὔτε λόγος ἐχυρὸς οὔτε ὅρκος φοβερός
    δεν υπήρχε ούτε λόγος αρκετά δεσμευτικός ούτε όρκος αρκετά τρομερός -που να μπορεί να τους φιλιώσει
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Ἑλληνικά, 1, 4:17
    τῶν φοβερῶν ὄντων τῇ πόλει γενέσθαι
    αυτά τα φοβερά που απειλούσαν να πλήξουν την πόλη, που (όλοι) φοβούνταν ως πιθανά να συμβούν στην πόλη
  2. φοβισμένος, που φοβίζεται, που δειλιάζει, νιωθει φόβο, φοβιτσιάρης, δειλός
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 7
    γιγνώσκων ὁ θεὸς ὅτι πρὸς τὸ φυλάττειν οὐ κάκιόν ἐστι φοβερὰν εἶναι τὴν ψυχὴν πλέον μέρος καὶ τοῦ φόβου ἐδάσατο τῇ γυναικὶ ἢ τῷ ἀνδρί
    γνωρίζοντας ο θεός ότι για να φυλάγεται κανείς δεν είναι κακό να νιώθει και λίγο φόβο στην ψυχή του, έδωσε παραπάνω φόβο στη γυναίκα παρά στον άνδρα
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 1, 649d
    φοβεροὺς δὲ εἰς τό τι τολμᾶν ἑκάστοτε λέγειν...
    φοβούνταν δε να τολμήσουν να πουν...
  3. (ελληνιστική σημασία) που εμπνέει το δέος όχι ακριβώς προκαλώντας φόβο, αλλά με μια έννοια που προσεγγίζει το εντυπωσιακός, εκπληκτικός
    ※  2ος κε αιώνας Διονύσιος Αλικαρνασσεύς, Επιστολή προς Πομπήιο
    ὅτι τὸ μὲν Ἡροδότου κάλλος ἱλαρόν ἐστι, φοβερὸν δὲ τὸ Θουκυδίδου
    η ομορφιά στο ύφος του Ηροδότου είναι ανάλαφρη, ενώ στου Θουκυδίδη τρομερή -εμπνέει δέος, εντυπωσιάζει

  Πηγές επεξεργασία