Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλυαρία οι φλυαρίες
      γενική της φλυαρίας των φλυαριών
    αιτιατική τη φλυαρία τις φλυαρίες
     κλητική φλυαρία φλυαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλυαρία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φλυαρία < φλύαρος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /fli.aˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φλυ‐α‐ρί‐α

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλυαρία θηλυκό

  • το να λέει κανείς πολλά και συνήθως περιττά ή ανούσια πράγματα

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φλυαρί αἱ φλυαρίαι
      γενική τῆς φλυαρίᾱς τῶν φλυαριῶν
      δοτική τῇ φλυαρί ταῖς φλυαρίαις
    αιτιατική τὴν φλυαρίᾱν τὰς φλυαρίᾱς
     κλητική ! φλυαρί φλυαρίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φλυαρί
γεν-δοτ τοῖν  φλυαρίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλυαρία, ήδη τον 5ο αιώνα < φλύαρ(ος) [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλυαρία θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «φλύαρος» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία