Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φλούδα οι φλούδες
      γενική της φλούδας των φλουδών
    αιτιατική τη φλούδα τις φλούδες
     κλητική φλούδα φλούδες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φλούδα < μεσαιωνική ελληνική φλούδα < φλούδι + < φλούδιον < (ελληνιστική κοινήφλοῦς < αρχαία ελληνική φλοιός < φλέω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *bʰlew- (φουσκώνω, ρέω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φλούδα θηλυκό

  1. το εξωτερικό προστατευτικό περίβλημα ενός καρπού, φρούτου ή λαχανικού
  2. ξυλώδες κομμάτι του φλοιού που έχει αποκολληθεί από τον κορμό ενός δέντρου
  3. πολύ λεπτό κομμάτι που έχει αποκολληθεί (ξεφλουδίσει) από μια επιφάνεια

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία