Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθόριος < φθείρω

  Επίθετο επεξεργασία

ὁ, ἡ φθόριος, το φθόριον

  1. κυρίως ο σχετικός με άμβλωση ή αποβολή εμβρύου
  2. ο σχετικός με αποπλάνηση, απώλεια παρθενίας ή βιασμό -ο τελευταίος στα αρχαία ελληνικά λεγόταν και φθορά
    φθόριον ἕδνον : οικονομική αποζημίωση στις παρθένους που διακορεύονταν
  3. ο καταστρεπτικός


Συγγενικά επεξεργασία