Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθάνω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φθάνω Συγκρίνετε με το φτάνω

  Ρήμα επεξεργασία

φθάνω, αόρ.: έφθασα

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  φθάνω 
Παρατατικός  ἔφθανον 
Μέλλοντας  φθάσω   φθήσομαι 
Αόριστος  ἔφθασα   ἔφθην 
Παρακείμενος  ἔφθακα 
Υπερσυντέλικος  ἐφθάκειν 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθάνω < θέμα φθη- και φθα- + πρόσφυμα -ν- + ϝω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ρήμα επεξεργασία

φθάνω

  1. προφταίνω, προλαμβάνω
    φθῆ σε τέλος θανάτοιο κιχημένον (σε πρόλαβε ο θάνατος)
    τοῦ φθάσαντος ἁρπαγή (τα λάφυρα όποιου φτάσει πρώτος)
    οὐκ ἔφθη μοι συμβᾶσα ἡ ἀτυχία καὶ εὐθὺς ἐπεχείρησαν
    σα να μην έφτανε η ατυχία μου, μόλις μου συνέβη η ατυχία, αμέσως επιχείρησαν
  2. κάνε γρήγορα
    λέγε φθάσας (λέγε γρήγορα, τελείωνε!)

  Πηγές επεξεργασία