φανταστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φανταστικός < αρχαία ελληνική φανταστικός < φαντασία + -ικός (2,3: σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fantastique)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /fan.da.stiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
φανταστικός, -ή, -ό
- πλάσμα της φαντασίας, μη πραγματικός
- που γίνεται αντιληπτός με τη φαντασία
- εξωπραγματικός, υπερφυσικός
- εξαιρετικός, εντυπωσιακός, απίστευτος
Συγγενικά επεξεργασία
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
πλάσμα της φαντασίας
εξαιρετικός πολύ ωραίος
Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
φανταστικός