Δείτε επίσης: Φανάρι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φανάρι τα φανάρια
      γενική του φαναριού των φαναριών
    αιτιατική το φανάρι τα φανάρια
     κλητική φανάρι φανάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φανάρι < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φανάριον, υποκοριστικό < αρχαία ελληνική φανός[1]
 
Αυτοκίνητο με τα φανάρια του αναμμένα.
 
Έχει ανάψει το κόκκινο φανάρι για τα οχήματα.
 
Παλαιού τύπου φανάρι.

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈna.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐νά‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φανάρι ουδέτερο

  1. μικρός φανός ή φως
    Έχουν χαλάσει τα πίσω φανάρια του αυτοκινήτου μου
  2. τα φώτα, οι σηματοδότες για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας
    Περιμένω να ανάψει το φανάρι
  3. παλιού τύπου, μικρό τετραγωνισμένο φωτιστικό που περιβάλλει τη λάμπα ή την όποια πηγή φωτισμού και έχει μεταλλικό σκελετό στον οποίο στερεώνονται τέσσερα κομμάτια γυαλιού και μία βάση
  4. ο φάρος στη ναυτική γλώσσα
    ※  Περάστε να κάμετε ένα σταυρό, ώσπου ν' ανάψω εγώ το φανάρι του κάβου. (Κωστής Μπαστιάς Καβο-Μαλιάς [διήγημα])

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • κρατάει το φανάρι (για κάποιον που είναι στη συντροφιά ενός ζευγαριού το οποίο δεν του δίνει καμία σημασία, δεν συμμετέχει δηλαδή και απλά παρέχει το φωτισμό)
  • Τα κόκκινα φανάρια ήταν ταινία του κινηματογράφου και η φράση σήμαινε τα πορνεία
  • (είναι) φως φανάρι: είναι ολοφάνερο, το καταλαβαίνει ο καθένας
  • για να βρεις άνθρωπο, πρέπει να τον ψάξεις με το φανάρι (είναι δυσεύρετος δηλαδή, παροιμία από την πρακτική του φιλόσοφου Διογένη του Κυνικού)
  • το φανάρι του Διογένη (έτσι ονομάζεται το μνημείο του Λυσικράτη στην Πλάκα, που κάποιοι ονομάζουν μνημείο τιου Δημοσθένη από ένα λάθος του 'Ελγιν)

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία