φαινυλαλανίνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
φαινυλαλανίνη θηλυκό
- (βιοχημεία, αμινοξύ) απαραίτητο αμινοξύ με φαινυλική ομάδα. Έχει τύπο Ph-CH2-CH(NH2)-COOH και σύμβολο Phe ή F. Η γενετική διαταραχή φαινυλοκετονουρία οφείλεται σε αδυναμία του οργανισμού να μεταβολίσει τη φαινυλαλανίνη
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φαινυλαλανίνη