Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φαγούρα οι φαγούρες
      γενική της φαγούρας
    αιτιατική τη φαγούρα τις φαγούρες
     κλητική φαγούρα φαγούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φαγούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική φαγούρα < φαγ- (θέμα του τρώγω) + -ούρα[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /faˈɣu.ra/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φα‐γού‐ρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φαγούρα θηλυκό

  1. ο κνησμός, όταν μας "τρώει" το δέρμα μας, ο ερεθισμός του δέρματος που δημιουργεί την ανάγκη σε κάποιον να ξυθεί
    νιώθω φαγούρα στην πλάτη
  2. μεταφορικά, η ανυπομονησία, αδημονία για κάτι

Εκφράσεις επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία