Δείτε επίσης: φύλο, φύλλο, φιλώ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfi.lo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φί‐λο
ομόηχα: φύλλο, φύλο

  Κλιτικός τύπος ουσιαστικού επεξεργασία

φίλο αρσενικό