Δείτε επίσης: φέρετρο

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέρετρον < φέρω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: λατινικά: feretrum

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φέρετρον, -ου ουδέτερο και φέρτρον

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία