φέγγω
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φέγγω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φέγγω < φέγγος (συγγενές του φάος)
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfeŋ.ɡo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φέγ‐γω
Ρήμα επεξεργασία
φέγγω, αόρ.: έφεξα (χωρίς παθητική φωνή) και απρόσωπα: φέγγει, έφεξε
- (προσωπικό)
- ακτινοβολώ, εκπέμπω μια λάμψη
- Κάθε φορά που της τηλεφωνεί ο κανακάρης της, φέγγει το πρόσωπό της.
- Φέγγει το φεγγάρι.
- φωτίζω κάτι με ένα μέσο
- Δεν κρατάς καλά το φακό! Εδώ φέξε μου!
- (ειρωνικό) φέξε μου και γλίστρησα
- (μεταφορικά) όταν κάποιος χάνει πολλά κιλά
- Φάε κάτι, παιδί μου. Έφεξες πια.
- ακτινοβολώ, εκπέμπω μια λάμψη
- (απρόσωπο)
- → δείτε τη λέξη φέγγει, για μια πηγή φωτός όχι απαραιτήτως ορατή, που προκαλεί έναν διάχυτο αμυδρό φωτισμό, μια λάμψη όχι ιδιαίτερα έντονη, ανταύγεια
- Αντε να πάμε για ύπνο, έφεξε πια για τα καλά. (ξημέρωσε)
- (μεταφορικά) η απρόσμενη τύχη
- Άντε τυχερέ! Σου έφεξε πάλι!
- → δείτε τη λέξη φέγγει, για μια πηγή φωτός όχι απαραιτήτως ορατή, που προκαλεί έναν διάχυτο αμυδρό φωτισμό, μια λάμψη όχι ιδιαίτερα έντονη, ανταύγεια
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη φέγγος