Δείτε επίσης: Φέγγος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική το φέγγος
      γενική του φέγγους
    αιτιατική το φέγγος
     κλητική φέγγος
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φέγγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φέγγος

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈfeŋ.ɡos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φέγ‐γος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φέγγος ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία