φέγγος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φέγγος | ||
γενική | του | φέγγους | ||
αιτιατική | το | φέγγος | ||
κλητική | φέγγος | |||
Κατηγορία όπως «δάσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- φέγγος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φέγγος
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈfeŋ.ɡos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φέγ‐γος
Ουσιαστικό επεξεργασία
φέγγος ουδέτερο, μόνο στον ενικό
- (λογοτεχνικό)
- το φως του φεγγαριού και των αστεριών
- ανταύγεια
- (θωπευτικό, χαϊδευτικό, γλυκόλογο)
- είσαι το φέγγος των ματιών μου
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
φέγγος
|