Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάλλαινα



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική φάλλαιν αἱ φάλλαιναι
      γενική τῆς φαλλαίνης τῶν φαλλαινῶν
      δοτική τῇ φαλλαίν ταῖς φαλλαίναις
    αιτιατική τὴν φάλλαινᾰν τὰς φαλλαίνᾱς
     κλητική ! φάλλαιν φάλλαιναι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  φαλλαίν
γεν-δοτ τοῖν  φαλλαίναιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φάλλαινα < σχετίζεται με τη λέξη φαλλός λόγω της ομοιότητας του σχήματος + -αινα[1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φάλλαινα θηλυκό

Άλλες γραφές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία