Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υψόμετρο τα υψόμετρα
      γενική του υψόμετρου
υψομέτρου
των υψόμετρων
υψομέτρων
    αιτιατική το υψόμετρο τα υψόμετρα
     κλητική υψόμετρο υψόμετρα
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υψόμετρο < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑψόμετρον < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hypsomètre < αρχαία ελληνική ὕψος + μέτρον (-μετρο) [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpso.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐ψό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υψόμετρο ουδέτερο

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία