Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υφάντρα οι υφάντρες
      γενική της υφάντρας των υφαντρών
    αιτιατική την υφάντρα τις υφάντρες
     κλητική υφάντρα υφάντρες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υφάντρα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ὑφάντρια, -τρα με αποβολή του ημιφώνου (εδώ, [i]) ανάμεσα σε [ɾ] και φωνήεν[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈfan.dɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐φά‐ντρα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υφάντρα θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία