Δείτε επίσης: ὑπόστρωμα

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υπόστρωμα τα υποστρώματα
      γενική του υποστρώματος των υποστρωμάτων
    αιτιατική το υπόστρωμα τα υποστρώματα
     κλητική υπόστρωμα υποστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπόστρωμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑπόστρωμα. Μορφολογικά αναλύεται σε υπό- + στρώμα.
(γλωσσολογικός όρος) < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική substrat[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈpo.stɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πό‐στρω‐μα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπόστρωμα ουδέτερο

  1. οτιδήποτε βρίσκεται κάτω από μία επιφάνεια ως βάση
  2. (γλωσσολογία) η γλώσσα που ομιλούνταν από μία κοινότητα σε μία περιοχή όπου σε μεταγενέστερο χρόνο κατοίκησαν ομιλητές διαφορετικής γλώσσας

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία