Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η υπουργός οι υπουργοί
      γενική του/της υπουργού των υπουργών
    αιτιατική τον/την υπουργό τους/τις υπουργούς
     κλητική υπουργέ υπουργοί
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπουργός < αρχαία ελληνική ὑπουργός < ὑποεργός < ὑπό + ἔργον

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπουργός αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία