Δείτε επίσης: ὑπολοχαγός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υπολοχαγός οι υπολοχαγοί
      γενική του υπολοχαγού των υπολοχαγών
    αιτιατική τον υπολοχαγό τους υπολοχαγούς
     κλητική υπολοχαγέ υπολοχαγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Διακριτικό υπολοχαγού.

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπολοχαγός < αρχαία ελληνική ὑπολοχαγός. Συγχρονικά αναλύεται σε υπο- + λοχαγός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.lo.xaˈɣos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπολοχαγός αρσενικό ή θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία