Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπολείπομαι < υπό- + λείπομαι

  Ρήμα επεξεργασία

υπολείπομαι

  1. μένω ως υπόλοιπο
  2. βρίσκομαι σε μειονεκτική θέση σε σχέση με κάτι άλλο, είμαι κατώτερος κάποιου άλλου, υστερώ

  Μεταφράσεις επεξεργασία