Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπολήπτομαι < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα ὑπολήπτομαι μαρτυρείται από το 1837 σε έργο του Α. Ποθητού[1] < ὑπόλη(ψις) + -πτομαι υποχωρητικός σχηματισμός κατά το σχήμα άλλων ρημάτων σκέπτομαι (σκέ(ψις) + -πτομαι) και κάμπτομαι (κάμ(ψις) + -πτομαι)[2][3]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.poˈli.pto.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐λή‐πτο‐μαι

  Ρήμα επεξεργασία

υπολήπτομαι , πρτ.: υποληπτόμουν, μτχ.π.π.: υποληπτόμενος (αποθετικό ρήμα, ελλειπτικό ρήμα), (μόνο σε παρατατικό και ενεστώτα)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

πρόσωπα Ενεστώτας Παρατατικός Εξ. Μέλλ. Υποτακτική Προστακτική Μετοχή
α' ενικ. υπολήπτομαι υποληπτόμουν(α) θα υπολήπτομαι να υπολήπτομαι
β' ενικ. υπολήπτεσαι υποληπτόσουν(α) θα υπολήπτεσαι να υπολήπτεσαι
γ' ενικ. υπολήπτεται υποληπτόταν(ε) θα υπολήπτεται να υπολήπτεται
α' πληθ. υποληπτόμαστε υποληπτόμαστε
υποληπτόμασταν
θα υποληπτόμαστε να υποληπτόμαστε
β' πληθ. υπολήπτεστε υποληπτόσαστε
υποληπτόσασταν
θα υπολήπτεστε να υπολήπτεστε υπολήπτεστε
γ' πληθ. υπολήπτονται υπολήπτονταν
υποληπτόντουσαν
θα υπολήπτονται να υπολήπτονται

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. υπολήπτομαι - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
  2. υπολήπτομαι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. υπόληψη - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.