Δείτε επίσης: ὑποκριτής

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποκριτής οι υποκριτές
      γενική του υποκριτή των υποκριτών
    αιτιατική τον υποκριτή τους υποκριτές
     κλητική υποκριτή υποκριτές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκριτής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποκριτής (< ὑποκρίνομαι, ὑποκρι- + -τής)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.kɾiˈtis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐κρι‐τής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποκριτής αρσενικό (θηλυκό υποκρίτρια)

  1. αυτός που συμπεριφέρεται με υποκρισία, που προβάλλει στους άλλους ψεύτικα αισθήματα, που συμπεριφέρεται αποκρύπτοντας στις πραγματικές σκέψεις και διαθέσεις του
  2. (θέατρο, επάγγελμα) ο ηθοποιός στο αρχαίο δράμα και, ευρύτερα, του θεάτρου

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία