Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποκρίτρια οι υποκρίτριες
      γενική της υποκρίτριας των υποκριτριών
    αιτιατική την υποκρίτρια τις υποκρίτριες
     κλητική υποκρίτρια υποκρίτριες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκρίτρια < υποκριτής + -τρια

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποκρίτρια θηλυκό

  • αυτή που συμπεριφέρεται με υποκρισία, που δείχνει στους άλλους ψεύτικα συναισθήματα

  Μεταφράσεις επεξεργασία