Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υποκοριστικό τα υποκοριστικά
      γενική του υποκοριστικού των υποκοριστικών
    αιτιατική το υποκοριστικό τα υποκοριστικά
     κλητική υποκοριστικό υποκοριστικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποκοριστικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υποκοριστικός < ελληνιστική κοινή ὑποκοριστικός < αρχαία ελληνική ὑποκορίζομαι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποκοριστικό ουδέτερο

Σημειώσεις επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

υποκοριστικό

  1. αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του υποκοριστικός
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του υποκοριστικός