Δείτε επίσης: ὑποδοχή

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υποδοχή οι υποδοχές
      γενική της υποδοχής των υποδοχών
    αιτιατική την υποδοχή τις υποδοχές
     κλητική υποδοχή υποδοχές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδοχή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὑποδοχή < ὑποδέχομαι < ὑπό (υπο-) + δέχομαι

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.ðoˈçi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐πο‐δο‐χή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποδοχή θηλυκό

  1. η φιλοξενία κάποιου προσώπου που έρχεται, με την απόδοση ή όχι των τιμών που επιβάλλουν τα έθιμα ή οι τύποι
    οι νησιώτες επεφύλαξαν θερμή υποδοχή στον νέο βουλευτή
  2. ο τρόπος αντιμετώπισης κάποιου καινούργιου πράγματος
    η υποδοχή του βιβλίου του από τους αναγνώστες ήταν χλιαρή
  3. (τεχνολογία) εγκοπή ή κοίλωμα ενός μηχανήματος ή μιας συσκευής που έχει κατασκευαστεί ένα εξάρτημα ή όργανο
     συνώνυμα: υποδοχέας
    έχεις υποδοχή για USB στον υπολογιστή σου;

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη δέχομαι

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία