Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υποδηματοποιός οι υποδηματοποιοί
      γενική του υποδηματοποιού των υποδηματοποιών
    αιτιατική τον υποδηματοποιό τους υποδηματοποιούς
     κλητική υποδηματοποιέ υποδηματοποιοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
υποδηματοποιοί την ώρα της δουλειάς

  Ετυμολογία επεξεργασία

υποδηματοποιός < αρχαία ελληνική ὑποδηματοποιός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.po.ði.ma.to.piˈos/

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υποδηματοποιός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία