Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η υπερχείλιση οι υπερχειλίσεις
      γενική της υπερχείλισης* των υπερχειλίσεων
    αιτιατική την υπερχείλιση τις υπερχειλίσεις
     κλητική υπερχείλιση υπερχειλίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, υπερχειλίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υπερχείλιση < υπερχειλίζω + -ση < μεσαιωνική ελληνική υπερχειλώ + -ίζω < (ελληνιστική κοινήὑπερχειλής < ὑπέρ + αρχαία ελληνική χεῖλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υπερχείλιση θηλυκό

  1. το ξεχείλισμα
  2. ο μηχανισμός ή το άνοιγμα σε υδραυλικά συστήματα (συνήθως δεξαμενές), από όπου αποβάλλεται το επιπλέον υγρό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία