Δείτε επίσης: ὑλοτόμος

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υλοτόμος οι υλοτόμοι
      γενική του υλοτόμου των υλοτόμων
    αιτιατική τον υλοτόμο τους υλοτόμους
     κλητική υλοτόμε υλοτόμοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υλοτόμος < αρχαία ελληνική ὑλοτόμος < ὕλη (δάσος) + -τόμος (τέμνω = κόβω)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υλοτόμος αρσενικό

Συγγενικά επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία