Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υλιστής οι υλιστές
      γενική του υλιστή των υλιστών
    αιτιατική τον υλιστή τους υλιστές
     κλητική υλιστή υλιστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υλιστής < υλ(ισμός) + -ιστής, μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική matérialiste [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /i.liˈstis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐λι‐στής

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υλιστής αρσενικό (θηλυκό υλίστρια)

  1. (φιλοσοφία) οπαδός του υλισμού
  2. (γενικότερα) ένας άνθρωπος που ενδιαφέρεται μόνον ή κυρίως για τα υλικά αγαθά

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τη λέξη ύλη

Σημειώσεις επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία