Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροξύλιο τα υδροξύλια
      γενική του υδροξυλίου
υδροξύλιου
των υδροξυλίων
    αιτιατική το υδροξύλιο τα υδροξύλια
     κλητική υδροξύλιο υδροξύλια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροξύλιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροξύλιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία