Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υδροκυάνιο τα υδροκυάνια
      γενική του υδροκυανίου
υδροκυάνιου
των υδροκυανίων
    αιτιατική το υδροκυάνιο τα υδροκυάνια
     κλητική υδροκυάνιο υδροκυάνια
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υδροκυάνιο < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υδροκυάνιο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία