Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υγρόμετρο τα υγρόμετρα
      γενική του υγρομέτρου
υγρόμετρου
των υγρομέτρων
    αιτιατική το υγρόμετρο τα υγρόμετρα
     κλητική υγρόμετρο υγρόμετρα
Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγρόμετρο < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική hygromètre < αρχαία ελληνική ὑγρός + μέτρον

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /iˈɣɾo.me.tɾo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: υ‐γρό‐με‐τρο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υγρόμετρο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία