Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το υγρό τα υγρά
      γενική του υγρού των υγρών
    αιτιατική το υγρό τα υγρά
     κλητική υγρό υγρά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υγρό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου υγρός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υγρό ουδέτερο

  1. (φυσική) ρευστό με επιφανειακή τάση
    φυσικό σώμα σε υγρή κατάσταση
    το καλοκαίρι ο οργανισμός μας χρειάζεται υγρά
    η ταχύτητα του ήχου είναι μεγαλύτερη στα υγρά από ό,τι στον αέρα

Υπερώνυμα επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

υγρό