Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο υαλοπίνακας οι υαλοπίνακες
      γενική του υαλοπίνακα των υαλοπινάκων
    αιτιατική τον υαλοπίνακα τους υαλοπίνακες
     κλητική υαλοπίνακα υαλοπίνακες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

υαλοπίνακας < υαλο- + πίνακας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

υαλοπίνακας αρσενικό

στον προϋπολογισμό του σχολείου προβλέπεται κάθε χρόνο ένα ποσόν για αντικατάσταση υαλοπινάκων

  Μεταφράσεις επεξεργασία