Δείτε επίσης: Τσιπούρα, Τσίπουρα, Τσιπουρά

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιπούρα οι τσιπούρες
      γενική της τσιπούρας
    αιτιατική την τσιπούρα τις τσιπούρες
     κλητική τσιπούρα τσιπούρες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
Τσιπούρα στις βορειοδυτικές ακτές της Σαρδηνίας.

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιπούρα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική τσιπούρα < *ἵππουρα, θηλυκό του αρχαία ελληνική ἵππουρος < → δείτε  ἵππος + οὐρά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιπούρα θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία