Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία el επεξεργασία

τσιμπουκώνω < τσιμπούκι + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡si.buˈko.no/

  Ρήμα επεξεργασία

τσιμπουκώνω

  Μεταφράσεις επεξεργασία