Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τσιγκουνιά οι τσιγκουνιές
      γενική της τσιγκουνιάς των τσιγκουνιών
    αιτιατική την τσιγκουνιά τις τσιγκουνιές
     κλητική τσιγκουνιά τσιγκουνιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσιγκουνιά < τσιγκούν(ης) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡siŋ.ɡuˈɲa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσι‐γκου‐νιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσιγκουνιά θηλυκό

  1. το να είναι κάποιος τσιγκούνης, η ιδιότητα του τσιγκούνη
     συνώνυμα: καρμιριά, φιλαργυρία
     αντώνυμα: σπατάλη
  2. (στον πληθυντικό) τσιγκουνιές: χαρακτηριστικές ενέργειες και εκδηλώσεις ενός τσιγκούνη

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία