τσιγάρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | τσιγάρο | τα | τσιγάρα |
γενική | του | τσιγάρου | των | τσιγάρων |
αιτιατική | το | τσιγάρο | τα | τσιγάρα |
κλητική | τσιγάρο | τσιγάρα | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσιγάρο < (άμεσο δάνειο) βενετική cigaro < ισπανική cigarro < μάγια του Γιουκατάν siyar (καπνίζω φύλλα καπνού)
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσιγάρο ουδέτερο
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- αποτσίγαρο
- ατσιγαρία
- ατσίγαρος
- τσιγαράδικο
- τσιγαράκι
- τσιγαριλίκι / τσιγαρλίκι
- τσιγαροθήκη
- τσιγαρόχαρτο