Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τσακωμός οι τσακωμοί
      γενική του τσακωμού των τσακωμών
    αιτιατική τον τσακωμό τους τσακωμούς
     κλητική τσακωμέ τσακωμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τσακωμός < τσακώ(νομαι) + -μός[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /t͡sa.koˈmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τσα‐κω‐μός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τσακωμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία