τσίχλα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τσίχλα | οι | τσίχλες |
γενική | της | τσίχλας | των | τσιχλών |
αιτιατική | την | τσίχλα | τις | τσίχλες |
κλητική | τσίχλα | τσίχλες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- τσίχλα <
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
τσίχλα θηλυκό
- (πτηνό) κοινή ονομασία για διάφορα είδη στρουθιόμορφων πουλιών του γένους Turdus
- (μεταφορικά) αδύνατη γυναίκα
- προϊόν που αποτελείται από κάποια φυσική ή τεχνητή ρητίνη, περιέχει γλυκαντικές και αρωματικές ουσίες και μπορεί να μασιέται για αρκετό χρονικό διάστημα
Παράγωγα επεξεργασία
Σύνθετα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
τσίχλα (πτηνό)