Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ρηματικός τύπος επεξεργασία

τρώει

  1. γ' ενικό πρόσωπο οριστικής ενεστώτα του ρήματος τρώω
  2. (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος τρώω
  3. θα τρώει: γ' ενικό εξακολουθητικού μέλλοντα του ρήματος τρώω