Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρώγλη οι τρώγλες
      γενική της τρώγλης των τρωγλών
    αιτιατική την τρώγλη τις τρώγλες
     κλητική τρώγλη τρώγλες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρώγλη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική τρώγλη

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈtɾo.ɣli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: τρώ‐γλη

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρώγλη θηλυκό

  1. σπηλιά στην οποία κατοικούσαν άνθρωποι χωρίς άλλη κατοικία
  2. (μειωτικό) ανήλια, στενή και σε κακή κατάσταση (υπόγεια) κατοικία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία



Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τρώγλη αἱ τρῶγλαι
      γενική τῆς τρώγλης τῶν τρωγλῶν
      δοτική τῇ τρώγλ ταῖς τρώγλαις
    αιτιατική τὴν τρώγλην τὰς τρώγλᾱς
     κλητική ! τρώγλη τρῶγλαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  τρώγλ
γεν-δοτ τοῖν  τρώγλαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'γνώμη' όπως «γνώμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρώγλη, ήδη τον 5ο αιώνα στον Ιπποκράτη < τρώγ(ω) + -λη [1]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρώγλη θηλυκό

  1. (αρχική σημασία) τρύπα τρωκτικού, ποντικότρυπα
  2. διάβρωση ή τρύπα σε τοίχο, όπου κάνουν τη φωλιά τους ζώα, π.χ. ποντίκια (ποντικότρυπα)
  3. τρύπα, κοιλότητα
  4. τρύπα σε ένδυμα που έγινε από ζώα (π.χ. ποντίκια)
  5. σπηλιά

Συγγενικά επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία