Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρωκτός < τρώγω

  Επίθετο επεξεργασία

τρωκτός

  1. (για καρπούς) που τρώγεται ωμός
  2. (για δέντρα) καρποφόρος