Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τρυποφοβία οι τρυποφοβίες
      γενική της τρυποφοβίας των τρυποφοβιών
    αιτιατική την τρυποφοβία τις τρυποφοβίες
     κλητική τρυποφοβία τρυποφοβίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τρυποφοβία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική trypophobia < ελληνιστική κοινή τρῦπα + αρχαία ελληνική φόβος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

τρυποφοβία θηλυκό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία